νεοκαταχρίστων

νεοκαταχρίστων
νεοκατάχριστος
just smeared
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοκατάχριστος — νεοκατάχριστος, ον (Α) αυτός που χρίστηκε πρόσφατα ή αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεοκαταχρίστων στεγῶν», Διόσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καταχρίω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”